θερμιδομετρικός

θερμιδομετρικός
-ή, -ό [θερμιδομετρία]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη θερμιδομετρία («θερμιδομετρικός όλμος» — ερμητικά κλειστό μεταλλικό δοχείο που χρησιμοποιείται στη θερμιδομετρία για τη μέτρηση τής θερμότητας καύσης).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”